ύαξ

ύαξ
-ακος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (πιθ. ως βοιωτ. τ. τού οἴαξ) το πηδάλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υακίζει — Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ εἰς τὰ αὐχένια βρέχει ἢ ὑετίζει ἢ ὕει». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὑετίζει (< ὑετός), κατ επίδραση τού ρ. οἰακίζω (< οἴαξ), πρβλ. και τον βοιωτ. τ. ὕαξ, αντί τού οἵαξ, ακος «πηδάλιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”